μολιβοσφιγγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6_7)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολῐβοσφιγγής''': -ές, διὰ μολύβδου ἐσφιγμένος ἢ δεδεμένος, Ὀππ. Κ. 1. 155.
|lstext='''μολῐβοσφιγγής''': -ές, διὰ μολύβδου ἐσφιγμένος ἢ δεδεμένος, Ὀππ. Κ. 1. 155.
}}
{{grml
|mltxt=μολιβοσφιυγής, -ές (Α)<br />σφιγμένος ή συνδεδεμένος με μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλιβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφιγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφίγγω]])].
}}
}}

Revision as of 07:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολῐβοσφιγγής Medium diacritics: μολιβοσφιγγής Low diacritics: μολιβοσφιγγής Capitals: ΜΟΛΙΒΟΣΦΙΓΓΗΣ
Transliteration A: molibosphingḗs Transliteration B: molibosphingēs Transliteration C: molivosfiggis Beta Code: molibosfiggh/s

English (LSJ)

ές,

   A fastened or bound with lead, Opp.C.1.155.

German (Pape)

[Seite 199] ές, mit Blei geschnürt, befestigt, Opp. Cyn. 1, 155.

Greek (Liddell-Scott)

μολῐβοσφιγγής: -ές, διὰ μολύβδου ἐσφιγμένος ἢ δεδεμένος, Ὀππ. Κ. 1. 155.

Greek Monolingual

μολιβοσφιυγής, -ές (Α)
σφιγμένος ή συνδεδεμένος με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + -σφιγγής (< σφίγγω)].