μνημοδόχος: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6_15) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μνημοδόχος''': ὁ, ὁ [[ὑπομνηματογράφος]] ἢ [[ὑπομνηματοφύλαξ]], Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4316f. | |lstext='''μνημοδόχος''': ὁ, ὁ [[ὑπομνηματογράφος]] ἢ [[ὑπομνηματοφύλαξ]], Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4316f. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μνημοδόχος]], ὁ (Α)<br />[[υπομνηματογράφος]] ή υπομνηματοφύλακας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνήμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A recorder, CIG4316f (Arycanda).
Greek (Liddell-Scott)
μνημοδόχος: ὁ, ὁ ὑπομνηματογράφος ἢ ὑπομνηματοφύλαξ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4316f.
Greek Monolingual
μνημοδόχος, ὁ (Α)
υπομνηματογράφος ή υπομνηματοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος].