μύρτινος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(6_11)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρτῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, [[στέφανος]] Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4˙ πρβλ. [[μύρσινος]].
|lstext='''μύρτῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, [[στέφανος]] Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4˙ πρβλ. [[μύρσινος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μύρτινος]], -η, -ον) [[μύρτος]]<br />αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρτιά]].
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτῐνος Medium diacritics: μύρτινος Low diacritics: μύρτινος Capitals: ΜΥΡΤΙΝΟΣ
Transliteration A: mýrtinos Transliteration B: myrtinos Transliteration C: myrtinos Beta Code: mu/rtinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of myrtle, στέφανος Eub.99; [μύρον] Thphr.Od. 28.

German (Pape)

[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4˙ πρβλ. μύρσινος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μύρτινος, -η, -ον) μύρτος
αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά.