μύσκλοι: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "Dim. of <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "Dim. of $1")
(26)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=mu/skloi
|Beta Code=mu/skloi
|Definition=<b class="b3">σκολιοί</b>, Hsch. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων]], Id. μύσκλον, τό, = [[μύξα]] (B), <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>6.43</span>. μύσκος, ὁ, Dim. of [[μῦς]], for <b class="b3">μυΐσκος</b>, Hdn.Gr.<span class="bibl">1.148</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">μύσκος· μίασμα, κῆδος</b>, Hsch.</span>
|Definition=<b class="b3">σκολιοί</b>, Hsch. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων]], Id. μύσκλον, τό, = [[μύξα]] (B), <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>6.43</span>. μύσκος, ὁ, Dim. of [[μῦς]], for <b class="b3">μυΐσκος</b>, Hdn.Gr.<span class="bibl">1.148</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">μύσκος· μίασμα, κῆδος</b>, Hsch.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[μύσκλοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σκολιοί» <br />β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με μία [[γλώσσα]] «μύσκελος<br />[[στραβόπους]]» η οποία καλύπτει [[κατά]] ένα [[μέρος]] την πρώτη σημ. του [[μύσκλοι]] «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (<b>πρβλ.</b> και τα ανθρωπωνύμια <i>Μύσκελος</i>, <i>Μύσκων</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσκλοι Medium diacritics: μύσκλοι Low diacritics: μύσκλοι Capitals: ΜΥΣΚΛΟΙ
Transliteration A: mýskloi Transliteration B: myskloi Transliteration C: myskloi Beta Code: mu/skloi

English (LSJ)

σκολιοί, Hsch.    II = οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων, Id. μύσκλον, τό, = μύξα (B), Orib.Syn.6.43. μύσκος, ὁ, Dim. of μῦς, for μυΐσκος, Hdn.Gr.1.148.    II μύσκος· μίασμα, κῆδος, Hsch.

Greek Monolingual

μύσκλοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «σκολιοί»
β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μία γλώσσα «μύσκελος
στραβόπους» η οποία καλύπτει κατά ένα μέρος την πρώτη σημ. του μύσκλοι «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (πρβλ. και τα ανθρωπωνύμια Μύσκελος, Μύσκων)].