νυκτήγρετον: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_21) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτήγρετον''': τό, [[μυθώδης]] τις [[βοτάνη]] παρὰ Πλινίῳ 21. 57. | |lstext='''νυκτήγρετον''': τό, [[μυθώδης]] τις [[βοτάνη]] παρὰ Πλινίῳ 21. 57. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτήγρετον]], τὸ (Α)<br />μυθικό [[φυτό]] της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ηγρε</i>- του [[ἐγείρω]] (<b>πρβλ.</b> [[νυκτηγρετώ]]) με [[έκταση]] εν συνθέσει]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.HN21.62.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτήγρετον: τό, μυθώδης τις βοτάνη παρὰ Πλινίῳ 21. 57.
Greek Monolingual
νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- του ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].