νυκτινόμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτῐνόμος''': -ον, ὁ ἐν νυκτὶ νεμόμενος, ἐπὶ τῶν νυκτοβίων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Πλούτ. 2. 286Β, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] νυκτο-[[νόμος]], ον Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 65. | |lstext='''νυκτῐνόμος''': -ον, ὁ ἐν νυκτὶ νεμόμενος, ἐπὶ τῶν νυκτοβίων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Πλούτ. 2. 286Β, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] νυκτο-[[νόμος]], ον Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 65. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο, αρσ. και νυκτίνομος (Α [[νυκτινόμος]] και [[νυκτονόμος]], -ον)<br />(για ζώα) αυτός που αναζητεί την [[τροφή]] του [[κατά]] τη [[νύχτα]] («τὰ νυκτινόμα τῶν ζῴων», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A feeding by night, Arist.HA616b25, Plu. 2.286b, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐνόμος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ νεμόμενος, ἐπὶ τῶν νυκτοβίων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Πλούτ. 2. 286Β, κτλ.· ― ὡσαύτως νυκτο-νόμος, ον Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 65.
Greek Monolingual
-ο, αρσ. και νυκτίνομος (Α νυκτινόμος και νυκτονόμος, -ον)
(για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («τὰ νυκτινόμα τῶν ζῴων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -νόμος].