μουντζούρα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(26) |
(No difference)
|
Revision as of 11:59, 29 September 2017
Greek Monolingual
και μουτζούρα και μουζούρα, η (Μ μουντζούρα)
λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα
νεοελλ.
1. λεκές από μελάνι, καπνιά ή άλλη βαθύχρωμη ουσία, μαύρη, σκοτεινή κηλίδα
2. στον πληθ. οι μουντζούρες
δυσανάγνωστα γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα ή ακανόνιστα σχέδια
3. μτφ. ντροπή, ατιμία, ατίμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μού(ν)τζα + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μαλλ-ούρα, σκοτ-ούρα)].