νεοζυγής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ζεύγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br />nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ζεύγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοζυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που τέθηκε [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] πρόσφατα («δάκνων δὲ [[στόμιον]] ὡς νεοζυγὴς [[πῶλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που τέθηκε [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] του γάμου πρόσφατα, [[νιόπαντρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>ζυγής</i>].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοζῠγής Medium diacritics: νεοζυγής Low diacritics: νεοζυγής Capitals: ΝΕΟΖΥΓΗΣ
Transliteration A: neozygḗs Transliteration B: neozygēs Transliteration C: neozygis Beta Code: neozugh/s

English (LSJ)

ές, = sq.,

   A πῶλος A.Pr.1009; νεοζυγέεσσι φαλάροισιν Tryph.155: metaph., νεοζυγέων ὑμεναίων Nonn.D.48.237.

German (Pape)

[Seite 241] ές, = νεόζυγος; πῶλος, Aesch. Prom. 1011; ἅρμα, Choeril. bei Schol. Arist. rh. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

νεοζῠγής: -ές, = νεόζυγος, πῶλος Αἰσχύλ. Πρ. 1009· νεοζυγέεσι φαλάροισιν Τρυφιόδ. 155· - μεταφ., νεοζυγέων ὑμεναίων Νόνν. Δ. 48. 237.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.
Étymologie: νέος, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

νεοζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό πρόσφατα («δάκνων δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό του γάμου πρόσφατα, νιόπαντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ζυγής (< ζυγός), πρβλ. ισο-ζυγής].