νεφελοστάσια: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_21) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεφελοστάσια''': τά, ([[νεφέλη]] ΙΙΙ, [[ἵστημι]]) [[τόπος]], ἐν ᾧ στήνονται νεφέλαι, δηλ. δίκτυα πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Εὐστ. 1928. 27. | |lstext='''νεφελοστάσια''': τά, ([[νεφέλη]] ΙΙΙ, [[ἵστημι]]) [[τόπος]], ἐν ᾧ στήνονται νεφέλαι, δηλ. δίκτυα πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Εὐστ. 1928. 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεφελοστάσια]], τὰ (Μ)<br />[[τόπος]] όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη [[σύλληψη]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἵσταμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οπλο</i>-<i>στάσιον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[στᾰ], τά, (
A νεφέλη 111, ἵστημι) place where nets are set to catch birds, Id.1928.37.
Greek (Liddell-Scott)
νεφελοστάσια: τά, (νεφέλη ΙΙΙ, ἵστημι) τόπος, ἐν ᾧ στήνονται νεφέλαι, δηλ. δίκτυα πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Εὐστ. 1928. 27.
Greek Monolingual
νεφελοστάσια, τὰ (Μ)
τόπος όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη σύλληψη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -στάσιο(ν) (< -στάτης < ἵσταμαι), πρβλ. οπλο-στάσιον].