Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεοφανής: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_8)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοφᾰνής''': -ές, ὁ πρὸ μικροῦ φανείς, Στουδ. 1580Α, κτλ. - Ἐπίρρ. νεοφανῶς, Ἰω. Κλίμακ. 896D.
|lstext='''νεοφᾰνής''': -ές, ὁ πρὸ μικροῦ φανείς, Στουδ. 1580Α, κτλ. - Ἐπίρρ. νεοφανῶς, Ἰω. Κλίμακ. 896D.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοφανής]], -ές)<br />αυτός που φάνηκε για πρώτη [[φορά]], [[πρωτοφανής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεοφανώς</i> (Μ νεοφανῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο νεοφανή, για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> παραδόξως, αλλόκοτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>καινο</i>-<i>φανής</i>, <i>αγριο</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 245] ές, eben erst, neu erschienen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεοφᾰνής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ φανείς, Στουδ. 1580Α, κτλ. - Ἐπίρρ. νεοφανῶς, Ἰω. Κλίμακ. 896D.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ νεοφανής, -ές)
αυτός που φάνηκε για πρώτη φορά, πρωτοφανής
νεοελλ.-μσν.
(κατ' επέκτ.) παράδοξος, αλλόκοτος
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.
επίρρ...
νεοφανώς (Μ νεοφανῶς)
1. με τρόπο νεοφανή, για πρώτη φορά
2. παραδόξως, αλλόκοτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. καινο-φανής, αγριο-φανής].