ξιφίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(6_13a)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῐφίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[ξίφος]]) ὀρχοῦμαι τὴν ξιφικὴν ὄρχησιν, ἢ ὀρχοῦμαι μὲ τὰς χεῖρας ἐκτεταμένας [[ὥσπερ]] [[ξίφος]] κρατῶν, Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ.
|lstext='''ξῐφίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[ξίφος]]) ὀρχοῦμαι τὴν ξιφικὴν ὄρχησιν, ἢ ὀρχοῦμαι μὲ τὰς χεῖρας ἐκτεταμένας [[ὥσπερ]] [[ξίφος]] κρατῶν, Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξιφίζω]] (Α) [[ξίφος]]<br />[[χορεύω]] τον πολεμικό χορό, [[κατά]] τον οποίο οι χορευτές έχουν τα χέρια τεντωμένα σαν να κρατούν [[ξίφος]].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφίζω Medium diacritics: ξιφίζω Low diacritics: ξιφίζω Capitals: ΞΙΦΙΖΩ
Transliteration A: xiphízō Transliteration B: xiphizō Transliteration C: ksifizo Beta Code: cifi/zw

English (LSJ)

   A dance the sword-dance, Cratin.219.

German (Pape)

[Seite 280] einen Schwertertanz tanzen, ein kriegerischer Tanz, wobei man die Hände ausstreckt, wie wenn man ein Schwert hält, VLL. erkl. ἀνατείνειν τὴν χεῖρα καὶ ὀρχεῖσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφίζω: μέλλ. -ίσω, (ξίφος) ὀρχοῦμαι τὴν ξιφικὴν ὄρχησιν, ἢ ὀρχοῦμαι μὲ τὰς χεῖρας ἐκτεταμένας ὥσπερ ξίφος κρατῶν, Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ξιφίζω (Α) ξίφος
χορεύω τον πολεμικό χορό, κατά τον οποίο οι χορευτές έχουν τα χέρια τεντωμένα σαν να κρατούν ξίφος.