μυελώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_7)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυελώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[μυελόν]], [[ὑγρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 2.
|lstext='''μυελώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[μυελόν]], [[ὑγρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυελώδης]], -ῶδες) [[μυελός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μυελού<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από μυελό<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απαλός]], [[τρυφερός]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελώδης Medium diacritics: μυελώδης Low diacritics: μυελώδης Capitals: ΜΥΕΛΩΔΗΣ
Transliteration A: myelṓdēs Transliteration B: myelōdēs Transliteration C: myelodis Beta Code: muelw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like marrow, ὑγρότης Arist.HA517a3.

German (Pape)

[Seite 213] ες, markähnlich, markartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυελώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μυελόν, ὑγρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυελώδης, -ῶδες) μυελός
1. αυτός που είναι όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μυελού
2. αυτός που αποτελείται από μυελό
3. (κατ' επέκτ.) απαλός, τρυφερός.