Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλάσασθαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(8)
 
(26)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=mula/sasqai
|Beta Code=mula/sasqai
|Definition=<b class="b3">τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι</b> (Cypr.), Hsch.
|Definition=<b class="b3">τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι</b> (Cypr.), Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυλάσασθαι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κυπρίους) «τὸ [[σῶμα]] ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαρεμφάτου [[μυλάσασθαι]] αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού <i>μῦλον</i>. Το ελλ. <i>μῦλ</i>-<i>ο</i>- θα μπορούσε να αναχθεί σε [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>-<i>dlo</i>-, που όμως δεν συνδέεται με σλαβ. <i>m</i><i>ū</i>-<i>d</i><sup>h</sup><i>lo</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>my</i>-<i>ti</i> «[[πλένω]], [[καθαρίζω]]», <i>my</i>-<i>lo</i> «[[σαπούνι]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meu</i>- «[[υγρός]], μουχλιασμένος, [[καθαρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>mudira</i>- «[[νέφος]]») και συνδέεται με τα: [[μύσος]], <i>μυδῶ</i> «μουσκεύομαι». Το νεοελλ., [[τέλος]], [[μουλιάζω]] συνδέεται πιθ. με το αρχ. [[μυλάσασθαι]]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλάσασθαι Medium diacritics: μυλάσασθαι Low diacritics: μυλάσασθαι Capitals: ΜΥΛΑΣΑΣΘΑΙ
Transliteration A: mylásasthai Transliteration B: mylasasthai Transliteration C: mylasasthai Beta Code: mula/sasqai

English (LSJ)

τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι (Cypr.), Hsch.

Greek Monolingual

μυλάσασθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού μῦλον. Το ελλ. μῦλ-ο- θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα mū-dlo-, που όμως δεν συνδέεται με σλαβ. mū-dhlo- (πρβλ. αρχ. σλαβ. my-ti «πλένω, καθαρίζω», my-lo «σαπούνι»). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meu- «υγρός, μουχλιασμένος, καθαρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mudira- «νέφος») και συνδέεται με τα: μύσος, μυδῶ «μουσκεύομαι». Το νεοελλ., τέλος, μουλιάζω συνδέεται πιθ. με το αρχ. μυλάσασθαι].