μυξῖνος: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[μύξος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[μύξος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=μυξῑνος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού που έχει γλοιώδες [[δέρμα]], [[είδος]] κεστρέως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύξα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορακ</i>-<i>ίνος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A slime-fish, a sort of κεστρεύς, Hices. ap. Ath.7.306e.
Greek (Liddell-Scott)
μυξῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος γλοιώδους, εἶδος κεστρέως, Λατιν. mugil, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306E· ὡσαύτως φέρεται μάξεινος. - Ἴδε Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 87, 88.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μύξος.
Greek Monolingual
μυξῑνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακ-ίνος)].