ὁλόλευκος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(eksahir)
(28)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[enteramente blanco]]
|esgtx=[[enteramente blanco]]
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόλευκος]], -ον) [[κατάλευκος]], [[κάτασπρος]], εντελώς [[λευκός]] («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόλευκος Medium diacritics: ὁλόλευκος Low diacritics: ολόλευκος Capitals: ΟΛΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: holóleukos Transliteration B: hololeukos Transliteration C: ololefkos Beta Code: o(lo/leukos

English (LSJ)

ον,

   A all white, τάριχος Antiph.186.3 ; χλαμύς Philetaer.20 ; στρόφιον Plu. Arat.53 ; ὄρνιθες Paus.8.17.3 ; albino, Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 325] ganz weiß; Antiphan. bei Ath. III, 118 d; Paus. 8, 17, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόλευκος: -ον, κατάλευκος, ὁλόασπρος, «κάτασπρος», τάριχος ἀντακαῖον ἐν μέσῳ πῖον, ὁλόλευκον, θερμὸν Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 3· χλαμὺς Φιλέταιρ. ἐν Ἀδήλ. 2.

Spanish

enteramente blanco

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).