μυρρινάκανθος: Difference between revisions
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
(6_8) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρρῐνάκανθος''': ἡ [[ἀκανθώδης]] [[μύρτος]], ruscus aculeatus, Γλωσσ.˙ - [[ὡσαύτως]] κεντρομυρρίνη καὶ ὀξυμυρρίνη, Λακων. [[μυρταλίς]]. 2) = [[μυρρίς]], Διοσκ. Δ. 116 (ἐκ τῶν νόθων). | |lstext='''μυρρῐνάκανθος''': ἡ [[ἀκανθώδης]] [[μύρτος]], ruscus aculeatus, Γλωσσ.˙ - [[ὡσαύτως]] κεντρομυρρίνη καὶ ὀξυμυρρίνη, Λακων. [[μυρταλίς]]. 2) = [[μυρρίς]], Διοσκ. Δ. 116 (ἐκ τῶν νόθων). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρρινάκανθος]], ἡ (Α)<br />[[ακανθώδης]] [[μύρτος]], η άγρια [[μυρσίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυρρίνη]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰκ], ὁ,
A = μυρσίνη ἀγρία, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρῐνάκανθος: ἡ ἀκανθώδης μύρτος, ruscus aculeatus, Γλωσσ.˙ - ὡσαύτως κεντρομυρρίνη καὶ ὀξυμυρρίνη, Λακων. μυρταλίς. 2) = μυρρίς, Διοσκ. Δ. 116 (ἐκ τῶν νόθων).
Greek Monolingual
μυρρινάκανθος, ἡ (Α)
ακανθώδης μύρτος, η άγρια μυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρρίνη + ἄκανθος.