μυττός: Difference between revisions
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>litt.</i> « le muet » (<i>antonyme de</i> [[τιτίς]] <i>en quelque sorte), pour désigner</i> le sexe de la femme.<br />'''Étymologie:''' DELG plaisanterie. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>litt.</i> « le muet » (<i>antonyme de</i> [[τιτίς]] <i>en quelque sorte), pour désigner</i> le sexe de la femme.<br />'''Étymologie:''' DELG plaisanterie. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυττός]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐν[ν]εός ([[άφωνος]])<br />καὶ τὸ γυναικεῑον (αἰδοῑον)».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[άφωνος]]» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. [[μυττός]] και [[μύτις]]. Δεν [[είναι]] βέβαιο αν τα -<i>ττ</i>- ανάγονται σε -<i>κy</i>-, ([[μυττός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυ</i>-<i>κy</i>-<i>ός</i>), ενώ [[είναι]] πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε [[επίσης]] και το γυναικείο [[αιδοίο]], [[χρήση]] που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη [[μαρτυρία]] κύριων ον., όπως λ. χ. <i>Μυτᾶς</i>, <i>Μύτις</i>, <i>Μυτίων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A dumb, Hsch. II = γυναικεῖον αἰδοῖον, Id.
German (Pape)
[Seite 223] mutus, stumm, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μυττός: -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ γυναικεῖον» Ἡσύχ.· πρβλ. μύδος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
litt. « le muet » (antonyme de τιτίς en quelque sorte), pour désigner le sexe de la femme.
Étymologie: DELG plaisanterie.
Greek Monolingual
μυττός, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος)
καὶ τὸ γυναικεῑον (αἰδοῑον)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα -ττ- ανάγονται σε -κy-, (μυττός < μυ-κy-ός), ενώ είναι πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε επίσης και το γυναικείο αιδοίο, χρήση που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία κύριων ον., όπως λ. χ. Μυτᾶς, Μύτις, Μυτίων].