μώλυσις: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μώλῡσις''': -εως, ἡ, ([[μωλύω]]) μαλάκυνσις, ἴδε [[μόλυνσις]].
|lstext='''μώλῡσις''': -εως, ἡ, ([[μωλύω]]) μαλάκυνσις, ἴδε [[μόλυνσις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μώλυσις]] και μώλυνσις και [[μόλυνσις]], ἡ (Α) [[μωλύ</i>(<i>ν</i>)<i>ω]]<br /><b>1.</b> [[βράσιμο]] σε σιγανή [[φωτιά]], σιγανό [[βράσιμο]]<br /><b>2.</b> το να καθιστά [[κανείς]] [[κάτι]] μαλακό, [[μαλάκυνση]]<br /><b>3.</b> [[ταχεία]] [[αύξηση]] σιτηρών.
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μώλῡσις Medium diacritics: μώλυσις Low diacritics: μώλυσις Capitals: ΜΩΛΥΣΙΣ
Transliteration A: mṓlysis Transliteration B: mōlysis Transliteration C: molysis Beta Code: mw/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A imperfect boiling, parboiling, scalding, simmering, opp. ἕψησις, Arist.Mete.381a12, al.; ἀπεψία τις ἡ μ. ἐστι Id.GA776a8; of rapidly growing cereals, ὥσπερ τὰ ἐπὶ τὸ ζέον ἐμβαλλόμενα τῶν ἑψομένων, οὐδεμίαν . . οὐδὲ κἀκεῖνα λαμβάνει μ., i.e. they 'cook' too suddenly, without 'simmering', Thphr.CP4.9.6. (Written μώλυσις and μώλυνσις in some codd. of Arist.Mete.379a2,b14, 381a12,22; μόλυνσις in nearly all codd. of Id.Mete.381b14, GA l.c., Thphr. l.c.; cf. μωλύω.)

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, gew. v. l. μόλυνσις, die Bekk. Arist. meteor. 4, 3 nur einmal, p. 381 b 14, u. gen. an. 4, 7 beibehalten, das Rösten des Fleisches am Feuer auf der Oberfläche, so daß es im Innern noch roh bleibt.

Greek (Liddell-Scott)

μώλῡσις: -εως, ἡ, (μωλύω) μαλάκυνσις, ἴδε μόλυνσις.

Greek Monolingual

μώλυσις και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [[μωλύ(ν)ω]]
1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο
2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση
3. ταχεία αύξηση σιτηρών.