μυρμηκοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
(6_7) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρμηκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς μύρμηκας, Ἡσύχ. | |lstext='''μυρμηκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς μύρμηκας, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρμηκοειδής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που μοιάζει με [[μυρμήγκι]], που [[είναι]] σαν [[μυρμήγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like an ant, Hsch. s.v. σίφων; μ. ὁρᾶσθαι Cass Pr. 19.
German (Pape)
[Seite 220] ές, ameisenartig, voll Ameisen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μύρμηκας, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μυρμηκοειδής, -ές (ΑΜ)
αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + -ειδής].