ναυαγησμός: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(6_19)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυᾱγησμός''': -οῦ, ό, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 180.
|lstext='''ναυᾱγησμός''': -οῦ, ό, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 180.
}}
{{grml
|mltxt=[[ναυαγησμός]], ὁ (Α)<br />[[ναυαγία]], [[συντριβή]] πλοίου, [[καραβοτσάκισμα]], [[ναυάγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ναυαγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σμός</i>, [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ισμός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>νουθετῶ</i>: <i>νουθετη</i>-<i>σμός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυᾱγησμός Medium diacritics: ναυαγησμός Low diacritics: ναυαγησμός Capitals: ΝΑΥΑΓΗΣΜΟΣ
Transliteration A: nauagēsmós Transliteration B: nauagēsmos Transliteration C: navagismos Beta Code: nauaghsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = sq., Hdn. Epim.180.

German (Pape)

[Seite 230] ὁ, = Folgdm, Hdn. epimer. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ναυᾱγησμός: -οῦ, ό, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 180.

Greek Monolingual

ναυαγησμός, ὁ (Α)
ναυαγία, συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγῶ + κατάλ. -σμός, κατά τα ουσ. σε -ισμός (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. νουθετῶ: νουθετη-σμός].