νεοστράτευτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(6_16) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοστράτευτος''': -ον, [[νεοσύλλεκτος]] [[στρατιώτης]], ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νεόλεκτος]]. | |lstext='''νεοστράτευτος''': -ον, [[νεοσύλλεκτος]] [[στρατιώτης]], ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νεόλεκτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοστράτευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που για πρώτη [[φορά]] πήρε [[μέρος]] σε [[εκστρατεία]] («νεοστρατεύτων καὶ ἀπειροπολέμων», <b>Αππ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A recruit, App.BC2.74.
German (Pape)
[Seite 245] neu im Kriegsdienst, den ersten Feldzug machend, tiro, App. B. C.
Greek (Liddell-Scott)
νεοστράτευτος: -ον, νεοσύλλεκτος στρατιώτης, ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεόλεκτος.
Greek Monolingual
νεοστράτευτος, -ον (Α)
αυτός που για πρώτη φορά πήρε μέρος σε εκστρατεία («νεοστρατεύτων καὶ ἀπειροπολέμων», Αππ.).