νεοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
(SL_2)
(26)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νεοτόκος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[recent]] childbirth ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα, [[from]] the [[bed]] [[where]] she had [[just]] given [[birth]] to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)
|sltr=[[νεοτόκος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[recent]] childbirth ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα, [[from]] the [[bed]] [[where]] she had [[just]] given [[birth]] to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[νεοτόκος]] και [[νεητόκος]], -ον)<br />αυτός που γέννησε πρόσφατα («[[λύκαινα]] [[νεοτόκος]] σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[τόκος]], <i>τελειο</i>-[[τόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d’enfanter.
Étymologie: νέος, τίκτω.

English (Slater)

νεοτόκος
   1 of recent childbirth ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα, from the bed where she had just given birth to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)

Greek Monolingual

-ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, -ον)
αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος, τελειο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].