νεοτόκος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτόκος Medium diacritics: νεοτόκος Low diacritics: νεοτόκος Capitals: ΝΕΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: neotókos Transliteration B: neotokos Transliteration C: neotokos Beta Code: neoto/kos

English (LSJ)

ον, Act., having just brought forth, E. Ba. 701, Aret. CA 2.3; λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς DH. 1.79, Plu. 2.320d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d'enfanter.
Étymologie: νέος, τίκτω.

English (Slater)

νεοτόκος of recent childbirth, ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων (sc. Ἀλκμήνα, from the bed where she had just given birth to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)

Greek Monolingual

-ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, -ον)
αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος, τελειο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

German (Pape)

eben erst geboren habend, Eur. Bacch. 700 und Sp., wie Plut. Alex. 33.

Russian (Dvoretsky)

νεοτόκος:
I adj. f недавно родившая (ἵππος θήλεια Plut.).
IIмолодая мать Eur.

Middle Liddell

νεο-τόκος, ον, τίκτω
having just brought forth, Eur.