νηξίπους: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6_15) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηξίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, [[στεγανόπους]], Εὐστ., κλ.· ἴδε [[νέποδες]]. | |lstext='''νηξίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, [[στεγανόπους]], Εὐστ., κλ.· ἴδε [[νέποδες]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηξίπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια [[κατάλληλα]] για [[κολύμβηση]], που κολυμπά με τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆξις]] «[[κολύμβηση]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] «[[πόδι]]» συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νηξίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, στεγανόπους, Εὐστ., κλ.· ἴδε νέποδες.
Greek Monolingual
νηξίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια κατάλληλα για κολύμβηση, που κολυμπά με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆξις «κολύμβηση» + πούς «πόδι» συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].