νῆξις
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
-εως, ἡ, (νήχω) swimming, Batr.68, Antyll. ap. Orib.6.27: pl., Batr.149, Plu.2.1091c, Sor.1.56.
German (Pape)
[Seite 252] ἡ, das Schwimmen; Batrach. 67; Plut. sept. sap. conv. 19 im plur.
Russian (Dvoretsky)
νῆξις: εως ἡ νήχω (pl. Plut.) плавание Batr.
Greek (Liddell-Scott)
νῆξις: -εως, ἡ, (νήχω) τὸ νήχεσθαι, κολύμβημα, Βατραχομυομ. 68, 148· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1091C.
Greek Monolingual
νήξις, ἡ (Α)
η κολύμβηση, το κολύμπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηξ- του νήχω «κολυμπώ» (πρβλ. αόρ. ἐ-νηξ-άμην) + κατάλ. -ις (πρβλ. ψήξις)].
Greek Monotonic
νῆξις: -εως, ἡ (νήχω), κολύμβηση, σε Βατραχομ.