νηρίτης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_3) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηρίτης''': [ῑ], ἴδε [[νηρείτης]]. | |lstext='''νηρίτης''': [ῑ], ἴδε [[νηρείτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νηρίτης: [ῑ], ἴδε νηρείτης.
Greek Monolingual
νηρίτης και νηρείτης, ὁ (Α)
ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ' όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. της λ. ἀναρίτης γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού α-, ενώ η σύνδεση της λ. με νηρόν «νερό» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. νηρόν είναι μτγν. Τέλος, η σύνδεση με νήριτος «αναρίθμητος» δεν θεωρείται πιθανή].