νήκερως: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />sans cornes.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[κέρας]].
|btext=ως, ων;<br />sans cornes.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[κέρας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νήκερως]], -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)<br />αυτός που δεν έχει κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>κερως</i>, <i>δί</i>-<i>κερως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).

Greek (Liddell-Scott)

νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.

Greek Monolingual

νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ά-κερως, δί-κερως].