νυκτόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
(6_8) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτόμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα μαντευόμενος, προφητεύων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 188. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537. | |lstext='''νυκτόμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα μαντευόμενος, προφητεύων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 188. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτόμαντις]] και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που μαντεύει [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] (<b>πρβλ.</b> <i>ονειρό</i>-<i>μαντις</i>). Ο τ. [[νυκτίμαντις]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, νυκτός<br />(<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A one who prophesies by night, Poll.7.188.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα μαντευόμενος, προφητεύων, Πολυδ. Ζ΄, 188. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
νυκτόμαντις και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + μάντις (πρβλ. ονειρό-μαντις). Ο τ. νυκτίμαντις < νυκτι- του νύξ, νυκτός
(βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].