νυμφαία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_9) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυμφαία''': ἡ, [[φυτόν]] τι ἔνυδρον, nymphaea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], [[ὄνομα]] τῆς Ἀριάδνης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 7449. | |lstext='''νυμφαία''': ἡ, [[φυτόν]] τι ἔνυδρον, nymphaea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], [[ὄνομα]] τῆς Ἀριάδνης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 7449. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[νυμφαία]])<br />[[γένος]] υδρόβιων διακοσμητικών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] νυμφαιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> ""η <i>Νυμφαία</i><br />η Αριάδνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. [[νυμφαῖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = μαδωνάϊς, yellow water-lily, Nuphar luteum, Thphr. HP9.13.1, Dsc.3.132. 2 white water-lily, Nymphaea alba, ibid. II pr. n., a name of Ariadne, BMus.Cat.Vasesiii p.234.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφαία: ἡ, φυτόν τι ἔνυδρον, nymphaea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, ὄνομα τῆς Ἀριάδνης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 7449.
Greek Monolingual
η (Α νυμφαία)
γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες
αρχ.
ως κύριο όν. ""η Νυμφαία
η Αριάδνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. νυμφαῖος.