νυγμός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />piqûre.<br />'''Étymologie:''' [[νύσσω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />piqûre.<br />'''Étymologie:''' [[νύσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νυγμός]])<br /><b>1.</b> [[κέντημα]], [[τσίμπημα]], [[ερεθισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθισμός]] τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> οι τύψεις της συνείδησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νυγ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>νύγ</i>-<i>ην</i>) του [[νύσσω]] «[[κεντώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμός Medium diacritics: νυγμός Low diacritics: νυγμός Capitals: ΝΥΓΜΟΣ
Transliteration A: nygmós Transliteration B: nygmos Transliteration C: nygmos Beta Code: nugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pricking sensation, irritation, Ruf. ap. Orib.8.24.62 : in pl., of gout, Luc.Ocyp.30.    II metaph., of the prickings of conscience, τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν D.S.13.58 ; but also, = νύγμα II, ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Plu.Phil.9.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμός: ὁ, (νύσσω) τὸ νύσσειν, κέντημα. Διόδ. 13. 58· μεταφ., ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Πλουτ. Φιλοπ. 9· πρβλ. νύγμα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυγμός)
1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός
2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη
αρχ.
1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές
2. μτφ. οι τύψεις της συνείδησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. -νύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μός].