περιφορητικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(6_11)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφορητικός''': -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. [[λόγος]], πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, [[ἀπατηλός]].
|lstext='''περιφορητικός''': -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. [[λόγος]], πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, [[ἀπατηλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιφορητός]]<br />αυτός που περιφέρεται [[γρήγορα]], [[ταχύς]] [[κατά]] την [[περιφορά]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφορητικός Medium diacritics: περιφορητικός Low diacritics: περιφορητικός Capitals: ΠΕΡΙΦΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periphorētikós Transliteration B: periphorētikos Transliteration C: periforitikos Beta Code: periforhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A current, λόγος S.E.M.10.87.

German (Pape)

[Seite 599] ή, όν, = Folgdm; λόγος, S. Emp. adv. phys. 2, 87.

Greek (Liddell-Scott)

περιφορητικός: -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. λόγος, πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, ἀπατηλός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιφορητός
αυτός που περιφέρεται γρήγορα, ταχύς κατά την περιφορά.