παιπάλλω: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6_2) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιπάλλω''': [[σείω]]. | |lstext='''παιπάλλω''': [[σείω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παιπάλλω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σείω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για επιτακτικό τ. του [[πάλλω]] «[[ταράζω]], [[ταρακουνώ]]», με διπλασιασμό κατ' [[επίδραση]] του [[παιπάλη]] (<b>πρβλ.</b> [[πάλη]] [ΙΙ]). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
σείω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 443] = πάλλω, Hesych. erkl. σείω.
Greek (Liddell-Scott)
παιπάλλω: σείω.
Greek Monolingual
παιπάλλω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σείω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επιτακτικό τ. του πάλλω «ταράζω, ταρακουνώ», με διπλασιασμό κατ' επίδραση του παιπάλη (πρβλ. πάλη [ΙΙ]).