πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(29) |
(No difference)
|
ὀξυφεγγής, -ές (Α)
αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ-φεγγής].