παρασύνθημα: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_22) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρασύνθημα''': τό, σημεῖόν, τι προστιθέμενον εἰς τὸ [[σύνθημα]], οἱονεὶ δεύτερον [[σύνθημα]], Πολύβ. 9. 13, 19· ἴδε [[σύνθημα]], καὶ πρβλ. Casaub. Αἰν. Τακτ. 25· «τὸ δὲ παρασύνθεμα μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἢ νεύματι χειρός, ἢ ὅπλων συγκρούσει ἢ ... κτλ.» | |lstext='''παρασύνθημα''': τό, σημεῖόν, τι προστιθέμενον εἰς τὸ [[σύνθημα]], οἱονεὶ δεύτερον [[σύνθημα]], Πολύβ. 9. 13, 19· ἴδε [[σύνθημα]], καὶ πρβλ. Casaub. Αἰν. Τακτ. 25· «τὸ δὲ παρασύνθεμα μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἢ νεύματι χειρός, ἢ ὅπλων συγκρούσει ἢ ... κτλ.» | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> η δεύτερη από δύο προκαθορισμένες λέξεις που αποτελούν το πλήρες [[σύνθημα]] και χρησιμοποιούνται για την [[αναγνώριση]] του αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ενεργεί έφοδο για έλεγχο τών φυλακίων<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> προσυμφωνημένο [[μυστικό]] [[σήμα]] αναγνωρίσεως [[μεταξύ]] πολεμικών πλοίων που συναντώνται στη [[θάλασσα]] ή [[μεταξύ]] πλοίου και ξηράς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στρ.</b> αντισύνθημα, δεύτερο [[σημείο]] άφθογγο που προσθέτονταν στο [[σύνθημα]], δεύτερο [[σύνθημα]] («τὸ δὲ [[παρασύνθημα]] μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἤ νεύματι χειρός, ἤ ὁπλων συγκρούσει...», Ονήσανδρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sign which accompanies the password, Aen.Tact.25.1, Plb.9.13.9, Onos.26.
German (Pape)
[Seite 501] τό, Nebensignal, Gegensignal, Parole, Pol. 9, 13, 9, Onosand. 26.
Greek (Liddell-Scott)
παρασύνθημα: τό, σημεῖόν, τι προστιθέμενον εἰς τὸ σύνθημα, οἱονεὶ δεύτερον σύνθημα, Πολύβ. 9. 13, 19· ἴδε σύνθημα, καὶ πρβλ. Casaub. Αἰν. Τακτ. 25· «τὸ δὲ παρασύνθεμα μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἢ νεύματι χειρός, ἢ ὅπλων συγκρούσει ἢ ... κτλ.»
Greek Monolingual
το, ΝΑ
νεοελλ.
1. στρ. η δεύτερη από δύο προκαθορισμένες λέξεις που αποτελούν το πλήρες σύνθημα και χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση του αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ενεργεί έφοδο για έλεγχο τών φυλακίων
2. ναυτ. προσυμφωνημένο μυστικό σήμα αναγνωρίσεως μεταξύ πολεμικών πλοίων που συναντώνται στη θάλασσα ή μεταξύ πλοίου και ξηράς
αρχ.
στρ. αντισύνθημα, δεύτερο σημείο άφθογγο που προσθέτονταν στο σύνθημα, δεύτερο σύνθημα («τὸ δὲ παρασύνθημα μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἤ νεύματι χειρός, ἤ ὁπλων συγκρούσει...», Ονήσανδρ.).