περικατάληψις: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(6_11) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικατάληψις''': ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3. | |lstext='''περικατάληψις''': ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήψεως, και δωρ. τ. [[περικατάλαμψις]], -άμψεως, ἡ, Α [[περικαταλαμβάνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περικαταλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A overtaking, ὑπ' ἀλλήλων Thphr.HP7.10.3 ; cf. περικατάλαμψις.
German (Pape)
[Seite 579] ἡ, das Ergreifen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
περικατάληψις: ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3.
Greek Monolingual
-ήψεως, και δωρ. τ. περικατάλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α περικαταλαμβάνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαταλαμβάνω.