πανίον: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_21)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾱνίον''': τό, Δωρ. ἀντὶ [[πηνίον]]. ΙΙ. τὸ κοινῶς πανί, [[καλῶς]] περικαθαρίσας τὸ [[τραῦμα]] καὶ δήσας τὸν [[πόδα]] πανίῳ ἀπέλυσεν Ἰω. Μόσχος ἐν τῷ Λειμωναρίῳ 107, Ὀρνεοσόφ. 31, 34, 45.
|lstext='''πᾱνίον''': τό, Δωρ. ἀντὶ [[πηνίον]]. ΙΙ. τὸ κοινῶς πανί, [[καλῶς]] περικαθαρίσας τὸ [[τραῦμα]] καὶ δήσας τὸν [[πόδα]] πανίῳ ἀπέλυσεν Ἰω. Μόσχος ἐν τῷ Λειμωναρίῳ 107, Ὀρνεοσόφ. 31, 34, 45.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πηνίον]].———————— <b>(II)</b><br />και παννίον, τὸ, Μ [[πάννος]]<br />ύφασμα λινό ή βαμβακερό, [[πανί]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱνίον Medium diacritics: πανίον Low diacritics: πανίον Capitals: ΠΑΝΙΟΝ
Transliteration A: paníon Transliteration B: panion Transliteration C: panion Beta Code: pani/on

English (LSJ)

τό, Dor. for πηνίον. πάνιον, τό,

   A = πλήσμιον, v. πάνια.

German (Pape)

[Seite 460] τό, = πηνίον; τὰ τροχαῖα πανία, Leon. Tar. 8 (VI, 288).

Greek (Liddell-Scott)

πᾱνίον: τό, Δωρ. ἀντὶ πηνίον. ΙΙ. τὸ κοινῶς πανί, καλῶς περικαθαρίσας τὸ τραῦμα καὶ δήσας τὸν πόδα πανίῳ ἀπέλυσεν Ἰω. Μόσχος ἐν τῷ Λειμωναρίῳ 107, Ὀρνεοσόφ. 31, 34, 45.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πηνίον.———————— (II)
και παννίον, τὸ, Μ πάννος
ύφασμα λινό ή βαμβακερό, πανί.