πλάγγος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(6_14)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάγγος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀετοῦ, ἴδε ἐν λ. [[περκνός]].
|lstext='''πλάγγος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀετοῦ, ἴδε ἐν λ. [[περκνός]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] / <i>πλάζομαι</i> «περιπλανιέμαι» (<b>βλ. λ.</b> [[πλάζω]]), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάγγος Medium diacritics: πλάγγος Low diacritics: πλάγγος Capitals: ΠΛΑΓΓΟΣ
Transliteration A: plángos Transliteration B: plangos Transliteration C: plaggos Beta Code: pla/ggos

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A eagle, Arist.HA618b23.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, eine Adlerart, auch νηττοφόνος u. μόρφνος, lat, plancus, Arist. H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγγος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, ἴδε ἐν λ. περκνός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»].