παρθενογέννητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(6_16)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθενογέννητος''': -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.
|lstext='''παρθενογέννητος''': -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />[[παρθενογενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>γεννῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

παρθενογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.

Greek Monolingual

-ον, Μ
παρθενογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + γεννῶ].