πλήμμη: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_10)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλήμμη''': ἡ, ἴδε [[πλήμη]].
|lstext='''πλήμμη''': ἡ, ἴδε [[πλήμη]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πλήμη]], η, ΝΜΑ, και [[πλήσμη]] Α<br />η [[πλημμυρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πλήμη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μη</i>, ο τ. [[πλήσμη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλησ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πλήσ</i>-<i>θην</i>), ενώ ο τ. [[πλήμμη]] κατ' [[επίδραση]] του τ. [[πλημμυρίς]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, s. πλήμη.

Greek (Liddell-Scott)

πλήμμη: ἡ, ἴδε πλήμη.

Greek Monolingual

και πλήμη, η, ΝΜΑ, και πλήσμη Α
η πλημμυρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλήμη < θ. πλη- του πίμ-πλη-μι + κατάλ. -μη, ο τ. πλήσμη < θ. πλησ- (πρβλ. παθ. αόρ. -πλήσ-θην), ενώ ο τ. πλήμμη κατ' επίδραση του τ. πλημμυρίς.