πολύπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύπτωτος''': -ον, ([[πτῶσις]]) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «[[πολύπτωτος]] ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν [[σχῆμα]], πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.
|lstext='''πολύπτωτος''': -ον, ([[πτῶσις]]) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «[[πολύπτωτος]] ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν [[σχῆμα]], πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπτωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει πολλές πτώσεις<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύπτωτο</i><br />(ενν. [[σχήμα]]) ρητορικό [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πτωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπτωτος Medium diacritics: πολύπτωτος Low diacritics: πολύπτωτος Capitals: ΠΟΛΥΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: polýptōtos Transliteration B: polyptōtos Transliteration C: polyptotos Beta Code: polu/ptwtos

English (LSJ)

ον, (πτῶσις)

   A with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 670] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1

Greek (Liddell-Scott)

πολύπτωτος: -ον, (πτῶσις) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «πολύπτωτος ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν σχῆμα, πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο
(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτωτός (< πίπτω), πρβλ. δί-πτωτος].