ὁμοιόρροπος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_17)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιόρροπος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, [[ἰσόρροπος]], Γαλην. τ. 6, σ. 86F.
|lstext='''ὁμοιόρροπος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, [[ἰσόρροπος]], Γαλην. τ. 6, σ. 86F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοιόρροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει όμοια [[ροπή]], [[ισόρροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>ρροπος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόρροπος Medium diacritics: ὁμοιόρροπος Low diacritics: ομοιόρροπος Capitals: ΟΜΟΙΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: homoiórropos Transliteration B: homoiorropos Transliteration C: omoiorropos Beta Code: o(moio/rropos

English (LSJ)

ον,

   A of a like tendency, γυμνάσιον Gal.6.145.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόρροπος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, ἰσόρροπος, Γαλην. τ. 6, σ. 86F.

Greek Monolingual

ὁμοιόρροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισό-ρροπος].