πεποιθότως: Difference between revisions

From LSJ
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεποιθότως''': Ἐπίρρ. = [[πεπεισμένως]], Ἀκύλλ. ἐν Παλ. Διαθ., Δίων Χρυσ. 1. 383.
|lstext='''πεποιθότως''': Ἐπίρρ. = [[πεπεισμένως]], Ἀκύλλ. ἐν Παλ. Διαθ., Δίων Χρυσ. 1. 383.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[βεβαιότητα]], με [[πεποίθηση]]<br /><b>2.</b> πειστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεποιθώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. ενεργ. παρακμ. του [[πείθω]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεποιθότως Medium diacritics: πεποιθότως Low diacritics: πεποιθότως Capitals: ΠΕΠΟΙΘΟΤΩΣ
Transliteration A: pepoithótōs Transliteration B: pepoithotōs Transliteration C: pepoithotos Beta Code: pepoiqo/tws

English (LSJ)

Adv.=πεπεισμένως, LXX Za.14.11, D.Chr.12.26.

German (Pape)

[Seite 560] adv. part. perf. II. von πείθω, vertrauungsvoll, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεποιθότως: Ἐπίρρ. = πεπεισμένως, Ἀκύλλ. ἐν Παλ. Διαθ., Δίων Χρυσ. 1. 383.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με βεβαιότητα, με πεποίθηση
2. πειστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεποιθώς, -ότος, μτχ. ενεργ. παρακμ. του πείθω.