ὁρκίλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(9)
 
(29)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=o(rki/llomai
|Beta Code=o(rki/llomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">swear vain oaths</b>, Phot., dub. in Hsch.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">swear vain oaths</b>, Phot., dub. in Hsch.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁρκίλλομαι]] (Α)<br />[[δίνω]] μάταιους, κενούς όρκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πολλοί έχουν προτείνει τη [[διόρθωση]] του τ. σε <i>ὁρκίδδομαι</i>. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο <i>ὁρκιλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>οπτίλ</i>[[λ]]<i>ος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ὅρκος]], υποκορ. με μειωτική σημ.].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκίλλομαι Medium diacritics: ὁρκίλλομαι Low diacritics: ορκίλλομαι Capitals: ΟΡΚΙΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: horkíllomai Transliteration B: horkillomai Transliteration C: orkillomai Beta Code: o(rki/llomai

English (LSJ)

   A swear vain oaths, Phot., dub. in Hsch.

Greek Monolingual

ὁρκίλλομαι (Α)
δίνω μάταιους, κενούς όρκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση του τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ὁρκιλ(λ)ος- (πρβλ. οπτίλλος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.].