νύχα: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_6)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νύχᾰ''': Ἐπίρρ., = [[νύκτωρ]], Ἡσύχ.
|lstext='''νύχᾰ''': Ἐπίρρ., = [[νύκτωρ]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νύχα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νύκτωρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. εμφανίζει το [[θέμα]] <i>νυχ</i>- με δασύ [[σύμφωνο]] του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[νύχτα]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύχᾰ Medium diacritics: νύχα Low diacritics: νύχα Capitals: ΝΥΧΑ
Transliteration A: nýcha Transliteration B: nycha Transliteration C: nycha Beta Code: nu/xa

English (LSJ)

[ῠ], Adv.,=νύκτωρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 271] = νύκτωρ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νύχᾰ: Ἐπίρρ., = νύκτωρ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νύχα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νύκτωρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει το θέμα νυχ- με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα)].