ξανθοφαής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(6_7)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθοφαής''': -ές, ὁ λάμπων ὡς [[χρυσός]], Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 1, 55.
|lstext='''ξανθοφαής''': -ές, ὁ λάμπων ὡς [[χρυσός]], Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 1, 55.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθοφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει σαν [[χρυσός]], [[χρυσαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοφᾰής Medium diacritics: ξανθοφαής Low diacritics: ξανθοφαής Capitals: ΞΑΝΘΟΦΑΗΣ
Transliteration A: xanthophaḗs Transliteration B: xanthophaēs Transliteration C: ksanthofais Beta Code: canqofah/s

English (LSJ)

ές,

   A goldengleaming, Jo.Gaz.Ecphr.1.58.

German (Pape)

[Seite 275] ές, goldgelb scheinend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 1, 55.

Greek Monolingual

ξανθοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν χρυσός, χρυσαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -φαής (< φάος), πρβλ. χρυσο-φαής].