ξινός: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(27)
(No difference)

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ
2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί αλλοίωση και έχει αρχίσει να ξινίζει
3. (για φρούτα) άγουρος, στυφός
4. το ουδ. ως ουσ. το ξινό
το κιτρικό οξύ
5. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ,) τα ξινά
τα εσπεριδοειδή
6. φρ. α) «μού βγήκε ξινό» — λέγεται για καταστάσεις που, ενώ στην αρχή είναι ευχάριστες, αργότερα αποβαίνουν δυσάρεστες
β) «του (ή της) αρέσουν τα ξινά» — είναι επιρρεπής στις ερωτικές απολαύσεις
7. παροιμ. «περσινά ξινά σταφύλια» — λέγεται για περασμένες και ξεχασμένες πλέον καταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀξινος < αρχ. ὄξινος < ὄξος, με σίγηση του αρκτ. άτονου ο-].