ξυσμός: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(6_15)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυσμός''': ὁ, τὸ ξύσιμον, ἰδίως πρὸς ἀνακούφισιν κνησμοῦ, «φαγούρας»˙ [[ὅθεν]] καὶ αὐτὴ ἡ «φαγοῦρα», ὡς τὸ [[κνησμός]], Ἱππ. Ἀφ. 1248.
|lstext='''ξυσμός''': ὁ, τὸ ξύσιμον, ἰδίως πρὸς ἀνακούφισιν κνησμοῦ, «φαγούρας»˙ [[ὅθεν]] καὶ αὐτὴ ἡ «φαγοῦρα», ὡς τὸ [[κνησμός]], Ἱππ. Ἀφ. 1248.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυσμός]], ὁ (Α) [[ξύω]]<br /><b>1.</b> [[ξύσιμο]] για [[ανακούφιση]] κνησμού<br /><b>2.</b> [[κνησμός]], [[φαγούρα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χνόος]]<br />[[ξυσμός]], [[ψόφος]], [[φθόγγος]]».
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυσμός Medium diacritics: ξυσμός Low diacritics: ξυσμός Capitals: ΞΥΣΜΟΣ
Transliteration A: xysmós Transliteration B: xysmos Transliteration C: ksysmos Beta Code: cusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A itching, irritation, ξυσμοὶ τοῦ σώματος ὅλου Hp.Aph.3.31 ; ξ. ἐν τῷ πλεύμονι Id.Loc.Hom.14.

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, das Schaben, Kratzen, bes. beim Jucken, Hippocr. u. a. Medic., auch das Jucken selbst, also = κνησμός.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμός: ὁ, τὸ ξύσιμον, ἰδίως πρὸς ἀνακούφισιν κνησμοῦ, «φαγούρας»˙ ὅθεν καὶ αὐτὴ ἡ «φαγοῦρα», ὡς τὸ κνησμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248.

Greek Monolingual

ξυσμός, ὁ (Α) ξύω
1. ξύσιμο για ανακούφιση κνησμού
2. κνησμός, φαγούρα
3. (κατά τον Ησύχ.) «χνόος
ξυσμός, ψόφος, φθόγγος».