ὀδοντοφυΐα: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_10) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδοντοφυΐα''': ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων [[ἔκφυσις]] καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ [[πόνος]], Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149. | |lstext='''ὀδοντοφυΐα''': ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων [[ἔκφυσις]] καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ [[πόνος]], Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀδοντοφυΐα]], Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) [[οδοντοφυώ]]<br />η [[έκφυση]], το [[φύτρωμα]] τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες του νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> η [[οδοντοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[κνησμός]] και [[πόνος]] που προκαλείται [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της έκφυσης τών δοντιών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ὀδοντοφυ-ΐη, ἡ,
A teething, Hp.Dent.6, al., Poll.2.96, Jul.Or.7.206d, Herm.in Phdr.p.161 A., Paul.Aeg.1.9.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, das Zahnen u. der damit verbundene Schmerz, Paul. Aeg., Poll. 2, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντοφυΐα: ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων ἔκφυσις καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ πόνος, Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀδοντοφυΐα, Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) οδοντοφυώ
η έκφυση, το φύτρωμα τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες του νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις
(μσν.-αρχ.)
1. η οδοντοστοιχία
2. κνησμός και πόνος που προκαλείται κατά τη διαδικασία της έκφυσης τών δοντιών.