ὀδμήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_8)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδμήεις''': εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀσμήν, ἐκπέμπων ὀσμήν, Νικ. Ἀλεξιφ. 437.
|lstext='''ὀδμήεις''': εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀσμήν, ἐκπέμπων ὀσμήν, Νικ. Ἀλεξιφ. 437.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀδμήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που αναδίδει [[δυσοσμία]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδμή]], παλαιότ. επικ. τ. της λ. [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μορφ</i>-<i>ήεις</i>, <i>μυρ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδμήεις Medium diacritics: ὀδμήεις Low diacritics: οδμήεις Capitals: ΟΔΜΗΕΙΣ
Transliteration A: odmḗeis Transliteration B: odmēeis Transliteration C: odmieis Beta Code: o)dmh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A giving out a smell, Nic.Al.437.

German (Pape)

[Seite 293] εσσα, εν, duftend, wohlriechend, stinkend, ἱδρώς, Nic. Al. 437.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδμήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀσμήν, ἐκπέμπων ὀσμήν, Νικ. Ἀλεξιφ. 437.

Greek Monolingual

ὀδμήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που αναδίδει δυσοσμία, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. της λ. ὀσμή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μορφ-ήεις, μυρ-ήεις)].