οἰκηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκημᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[οἴκημα]], τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν Διογ. Λ. 5. 55.
|lstext='''οἰκημᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[οἴκημα]], τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν Διογ. Λ. 5. 55.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκηματικός]], -ή, -όν (Α) [[οίκημα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[οίκημα]], στην [[οικία]] («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκημᾰτικός Medium diacritics: οἰκηματικός Low diacritics: οικηματικός Capitals: ΟΙΚΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikēmatikós Transliteration B: oikēmatikos Transliteration C: oikimatikos Beta Code: oi)khmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a dwelling-house or room, D.L.5.55.

German (Pape)

[Seite 300] zum Hause oder Zimmer gehörig, D. L. 5, 55.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς οἴκημα, τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν Διογ. Λ. 5. 55.

Greek Monolingual

οἰκηματικός, -ή, -όν (Α) οίκημα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίκημα, στην οικία («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).